ὅσσος

ὅσσος
ὅσος, ὅσσος (ὅσοι; -αι, -αις; -ον acc., -ων, -α: ὅσσοι, -ους; -α nom., acc.)
1 rel., as much as, many as
a c. specific antecedent.

τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον P. 3.47

ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

διακρῖναι ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116

ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει N. 1.49

βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις, ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36

irregularly coordinated,

ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69

b antecedent not defined.

ὅσοι δ' ἐτόλμασαν , ἔτειλαν Διὸς ὁδόν O. 2.68

ὅσσα τ' ἀριστεύσατε , δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (cf. N. 2.17) O. 13.43

Ἄργεί θ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις· ὅσα τ Ἀρκάσιν ἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ O. 13.107

ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα P. 1.13

πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92

ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17

c antecedent assimilated into rel. cl.

ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον P. 10.28

ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν I. 4.9

d antecedent indeterminable. οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν, λτ;γτ; ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (ὅσ Turnebus: ὡς codd. Plutarchi: lacunam statuit Turnebus, τῶνἐπὶ ταῖς τραπέζαις codd. Plutarchi habent) fr. 220. 2.
e n. acc. pro adv., correl. with τοσοῦτο, as far as

μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ' ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.35

2 introducing indir. quest., how many καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, εὖ καθορᾷςP. 9.46

ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις, ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

3 exclamatory
a adj., what a, how many

διήρχετο κύκλον ὅσσᾳ βοᾷ O. 9.93

νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν N. 10.41

b n. pl., pro adv. ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων, ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 86—9.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όσσος — (I) ὅσσος, η, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. όσος. (II) ὄσσος, ὁ (Α) η κόρη τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ὄσσε «τα δύο μάτια» (βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • ὅσσος — ὅσος as great as masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • μελάνοσσος — μελάνοσσος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + οσσος (< ὄσσομαι «βλέπω»)] …   Dictionary of Greek

  • οσάκις — (ΑΜ ὁσάκις, Α και ὁσσάκις και ὁσσάκι) επίρρ. όσες φορές, κάθε φορά που, όποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος / ὅσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. ολιγιστ άκις)] …   Dictionary of Greek

  • οσσάτιος — ὁσσάτιος (Α) επικ. τ. τού όσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος επικ. τ. τού ὅσος / ὅσσος με επίθημα άτιος (πρβλ. τοσσάτιος: τόσσος / τόσος, τρισσάτιος: τρισσός)] …   Dictionary of Greek

  • οσσίχος — ὁσσίχος, η, ον και ὅσσιχος, ίχη, ον (Α) όσο μικρός ή όσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσσος + υποκορ. κατάλ. ιχος (πρβλ. μείλ ιχος)] …   Dictionary of Greek

  • τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”